ἁγιωτάτου

ἁγιωτάτου
ἅγιος
devoted to the gods
masc/neut gen superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ORATORIUM — I. ORATORIUM Congregatio sacra, in Communione Romana a Philippo Nerio Florentino, Romae in stituta, et approbata a Gregorio XIII. A. C. 1575. a Paulo V. confirmata, A. C. 1612. Hinc Cardin. Baronius, inter alios prodiit. Item alia Congrega io,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πασιονιστές — οι μέλη τού τάγματος τού «Αγιωτάτου Σταυρού και τών Παθών τού Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού», το οποίο αποτελείται από ανυπόδητους ιερωμένους και ιδρύθηκε το 1720 από έναν Ιταλό ιεραπόστολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passionista < passione (< λατ.… …   Dictionary of Greek

  • μυσταγωγία — η (ΑΜ μυσταγωγία) [μυσταγωγός] 1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση 2. η θυσία τού αίματος και τού σώματος τού Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ»,… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”